Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
δονέω
δόντες
δόξα
δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
δοτήρ
View word page
δόξα
-ης, ἡ
[δοξ-, δοκέω.]
ShortDef
a notion
Debugging
Headword:
δόξα
Headword (normalized):
δόξα
Headword (normalized/stripped):
δοξα
IDX:
2376
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2377
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[δοξ-, δοκέω.]</p>'}