Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
δονέω
δόντες
δόξα
δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
δότε
View word page
δόντες
nom. pl. masc. aor. pple. δίδωμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δόντες
Headword (normalized):
δόντες
Headword (normalized/stripped):
δοντες
IDX:
2375
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2376
Key:
Data
{'content': '<p>nom. pl. masc. aor. pple. δίδωμι.</p>'}