Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δολόμητις
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
δονέω
δόντες
δόξα
δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
δόσις
δόσκον
View word page
δονέω

ShortDef

to shake

Debugging

Headword:
δονέω
Headword (normalized):
δονέω
Headword (normalized/stripped):
δονεω
IDX:
2374
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2375
Key:

Data

{'content': ''}