Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δολόεις
δολομήτης
δολόμητις
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
δονέω
δόντες
δόξα
δορός
δορπέω
δόρπον
δόρυ
δός
δόσαν
View word page
δονακεύς
[δόναξ.]
ShortDef
a thicket of reeds
Debugging
Headword:
δονακεύς
Headword (normalized):
δονακεύς
Headword (normalized/stripped):
δονακευς
IDX:
2372
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2373
Key:
Data
{'content': '<p>[δόναξ.]</p>'}