Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχός
δολιχόσκιος
δολόεις
δολομήτης
δολόμητις
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
δονέω
δόντες
δόξα
δορός
δορπέω
View word page
δόμεν
1 pl. aor. δίδωμι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δόμεν
Headword (normalized):
δόμεν
Headword (normalized/stripped):
δομεν
IDX:
2368
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2369
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. aor. δίδωμι.</p>'}