Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δοκέω
δοκός
δόλιος
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχός
δολιχόσκιος
δολόεις
δολομήτης
δολόμητις
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
δονέω
View word page
δολόμητις

[as δολομήτης.]

= δολομήτης. Od. 1.300 = Od. 3.198 = 308, Od. 3.250, Od. 4.525, Od. 11.422.

ShortDef

crafty of counsel, wily

Debugging

Headword:
δολόμητις
Headword (normalized):
δολόμητις
Headword (normalized/stripped):
δολομητις
IDX:
2364
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2365
Key:

Data

{'content': '<p>[as δολομήτης.]</p> <p>= δολομήτης. Od. 1.300 = Od. 3.198 = 308, Od. 3.250, Od. 4.525, Od. 11.422.</p>'}