Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δοκεύω
δοκέω
δοκός
δόλιος
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχός
δολιχόσκιος
δολόεις
δολομήτης
δολόμητις
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
δόμος
δονακεύς
δόναξ
View word page
δολομήτης
-ου
[δόλος + μῆτις.]
ShortDef
crafty of counsel, wily
Debugging
Headword:
δολομήτης
Headword (normalized):
δολομήτης
Headword (normalized/stripped):
δολομητης
IDX:
2363
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2364
Key:
Data
{'content': '<p>-ου</p> <p>[δόλος + μῆτις.]</p>'}