Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δοιή
δοίην
δοιοί
δοκεύω
δοκέω
δοκός
δόλιος
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχός
δολιχόσκιος
δολόεις
δολομήτης
δολόμητις
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
δόμονδε
View word page
δολιχός

-ή, -όν.

ShortDef

long

Debugging

Headword:
δολιχός
Headword (normalized):
δολιχός
Headword (normalized/stripped):
δολιχος
IDX:
2360
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2361
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν.</p>'}