Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δοθείη
δοιή
δοίην
δοιοί
δοκεύω
δοκέω
δοκός
δόλιος
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχός
δολιχόσκιος
δολόεις
δολομήτης
δολόμητις
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
δόμεν
View word page
δολιχήρετμος

-ον

[δολιχός + ἐρετμόν.]

ShortDef

long-oared

Debugging

Headword:
δολιχήρετμος
Headword (normalized):
δολιχήρετμος
Headword (normalized/stripped):
δολιχηρετμος
IDX:
2359
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2360
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[δολιχός + ἐρετμόν.]</p>'}