Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δοάσσατο
δοθείη
δοιή
δοίην
δοιοί
δοκεύω
δοκέω
δοκός
δόλιος
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχός
δολιχόσκιος
δολόεις
δολομήτης
δολόμητις
δόλος
δολοφρονέω
δολοφροσύνη
δόμεν
View word page
δολιχεγχής

[δολιχός + ἔγχος.]

ShortDef

with tall spear

Debugging

Headword:
δολιχεγχής
Headword (normalized):
δολιχεγχής
Headword (normalized/stripped):
δολιχεγχης
IDX:
2358
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2359
Key:

Data

{'content': '<p>[δολιχός + ἔγχος.]</p>'}