Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
δοάσσατο
δοθείη
δοιή
δοίην
δοιοί
δοκεύω
δοκέω
δοκός
δόλιος
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχός
δολιχόσκιος
δολόεις
δολομήτης
δολόμητις
δόλος
View word page
δοκός

[δοκ-, δέχομαι.]

ShortDef

a bearing-beam

Debugging

Headword:
δοκός
Headword (normalized):
δοκός
Headword (normalized/stripped):
δοκος
IDX:
2355
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2356
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[δοκ-, δέχομαι.]</p>'}