Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δμῆσις
δμήτειρα
δμωή
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
δοάσσατο
δοθείη
δοιή
δοίην
δοιοί
δοκεύω
δοκέω
δοκός
δόλιος
δολίχαυλος
δολιχεγχής
δολιχήρετμος
δολιχός
δολιχόσκιος
δολόεις
View word page
δοιοί

-ή, -όν

[δύο.]

ShortDef

two, both

Debugging

Headword:
δοιοί
Headword (normalized):
δοιοί
Headword (normalized/stripped):
δοιοι
IDX:
2352
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2353
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[δύο.]</p>'}