Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διωθέω
διώκω
δίωμαι
διῶσε
δμηθήτω
δμῆσις
δμήτειρα
δμωή
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
δοάσσατο
δοθείη
δοιή
δοίην
δοιοί
δοκεύω
δοκέω
δοκός
δόλιος
δολίχαυλος
View word page
δνοφερός

-ή, -όν

[δνόφος, darkness.]

ShortDef

dark, dusk, murky

Debugging

Headword:
δνοφερός
Headword (normalized):
δνοφερός
Headword (normalized/stripped):
δνοφερος
IDX:
2347
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2348
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[δνόφος, darkness.]</p>'}