Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διχθάδιος
δίψα
διψάω
διωθέω
διώκω
δίωμαι
διῶσε
δμηθήτω
δμῆσις
δμήτειρα
δμωή
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
δοάσσατο
δοθείη
δοιή
δοίην
δοιοί
δοκεύω
δοκέω
View word page
δμωή

-ῆς, ἡ

[δμ-, δαμάζω.]

ShortDef

a female slave taken in war

Debugging

Headword:
δμωή
Headword (normalized):
δμωή
Headword (normalized/stripped):
δμωη
IDX:
2344
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2345
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[δμ-, δαμάζω.]</p>'}