Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δισκέω
δίσκος
δίσκουρα
διφάω
δίφρος
δίχα
διχθά
διχθάδιος
δίψα
διψάω
διωθέω
διώκω
δίωμαι
διῶσε
δμηθήτω
δμῆσις
δμήτειρα
δμωή
δμώς
δνοπαλίζω
δνοφερός
View word page
διωθέω

[δι-, δια- 5.]

3 sing. aor. διῶσε.

ShortDef

to push asunder, tear away

Debugging

Headword:
διωθέω
Headword (normalized):
διωθέω
Headword (normalized/stripped):
διωθεω
IDX:
2337
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2338
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 5.]</p> <p>3 sing. aor. διῶσε.</p>'}