Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δίπτυχος
δίς
δισθανής
δισκέω
δίσκος
δίσκουρα
διφάω
δίφρος
δίχα
διχθά
διχθάδιος
δίψα
διψάω
διωθέω
διώκω
δίωμαι
διῶσε
δμηθήτω
δμῆσις
δμήτειρα
δμωή
View word page
διχθάδιος

-η, -ον

[διχθά.]

ShortDef

twofold, double, divided

Debugging

Headword:
διχθάδιος
Headword (normalized):
διχθάδιος
Headword (normalized/stripped):
διχθαδιος
IDX:
2334
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2335
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[διχθά.]</p>'}