Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
Διοτρεφής
δίπλαξ
διπλόος
δίπτυχος
δίς
δισθανής
δισκέω
δίσκος
δίσκουρα
διφάω
δίφρος
δίχα
διχθά
διχθάδιος
View word page
δίπτυχος

-ον

[δι-, δισ- + πτυχ-, πτύξ.]

From δίπτυξ acc. sing. fem. δίπτυχα (cf. ὑπόβρυξ).

ShortDef

double-folded, doubled

Debugging

Headword:
δίπτυχος
Headword (normalized):
δίπτυχος
Headword (normalized/stripped):
διπτυχος
IDX:
2324
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2325
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[δι-, δισ- + πτυχ-, πτύξ.]</p> <p>From δίπτυξ acc. sing. fem. δίπτυχα (cf. ὑπόβρυξ).</p>'}