Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
Διοτρεφής
δίπλαξ
διπλόος
δίπτυχος
δίς
δισθανής
δισκέω
δίσκος
δίσκουρα
διφάω
δίφρος
View word page
Διοτρεφής

[δι-ο- (cf. διογενής) + τρέφω.]

ShortDef

nourished, cherished by Zeus, Zeus-nurtured

Debugging

Headword:
Διοτρεφής
Headword (normalized):
διοτρεφής
Headword (normalized/stripped):
διοτρεφης
IDX:
2321
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2322
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-ο- (cf. διογενής) + τρέφω.]</p>'}