Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
Διοτρεφής
δίπλαξ
διπλόος
δίπτυχος
δίς
δισθανής
δισκέω
δίσκος
δίσκουρα
View word page
διοπτήρ

-ῆρος, ὁ

[cf. διοπτεύω.]

A spy Il. 10.562.

ShortDef

a spy, scout

Debugging

Headword:
διοπτήρ
Headword (normalized):
διοπτήρ
Headword (normalized/stripped):
διοπτηρ
IDX:
2319
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2320
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆρος, ὁ</p> <p>[cf. διοπτεύω.]</p> <p>A spy Il. 10.562.</p>'}