Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αἰγυπιός
αἰδέομαι
ἀΐδηλος
ἀϊδήλως
αἰδοῖος
αἰδοίως
αἰδόμενος
Ἄιδόσδε
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
αἰδώς
ἀεί
αἰειγενέτης
αἰετός
αἰζήϊος
ἀΐζηλος
αἰζηός
αἴητος
αἰθαλόεις
αἴθε
αἰθήρ
View word page
αἰδώς

-οῦς, ἡ.

ShortDef

a sense of shame, shame, modesty, self-respect

Debugging

Headword:
αἰδώς
Headword (normalized):
αἰδώς
Headword (normalized/stripped):
αιδως
IDX:
231
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.232
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦς, ἡ.</p>'}