Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
Διοτρεφής
δίπλαξ
διπλόος
δίπτυχος
δίς
δισθανής
δισκέω
View word page
δίον

aor.

[Cf. δίεμαι.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίον
Headword (normalized):
δίον
Headword (normalized/stripped):
διον
IDX:
2317
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2318
Key:

Data

{'content': '<p>aor.</p> <p>[Cf. δίεμαι.]</p>'}