Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
Διοτρεφής
δίπλαξ
διπλόος
δίπτυχος
δίς
δισθανής
View word page
δίον
aor.
[δϝι-, δείδοικα.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δίον
Headword (normalized):
δίον
Headword (normalized/stripped):
διον
IDX:
2316
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2317
Key:
Data
{'content': '<p>aor.</p> <p>[δϝι-, δείδοικα.]</p>'}