Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
Διοτρεφής
δίπλαξ
διπλόος
δίπτυχος
δίς
View word page
διόλλυμι

[δι-, δια- 10.]

3 sing. pf. διόλωλε.

ShortDef

to destroy utterly, bring to naught

Debugging

Headword:
διόλλυμι
Headword (normalized):
διόλλυμι
Headword (normalized/stripped):
διολλυμι
IDX:
2315
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2316
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 10.]</p> <p>3 sing. pf. διόλωλε.</p>'}