Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
Διοτρεφής
δίπλαξ
διπλόος
View word page
διοϊστεύω
[δι-, δια- 1, δια- 2.]
ShortDef
to shoot an arrow through
Debugging
Headword:
διοϊστεύω
Headword (normalized):
διοϊστεύω
Headword (normalized/stripped):
διοιστευω
IDX:
2313
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2314
Key:
Data
{'content': '<p>[δι-, δια- 1, δια- 2.]</p>'}