Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
Διοτρεφής
δίπλαξ
View word page
διόθεν

[δι-ο- as in διογενής. + -θεν 1.]

ShortDef

sent from Zeus, by his will

Debugging

Headword:
διόθεν
Headword (normalized):
διόθεν
Headword (normalized/stripped):
διοθεν
IDX:
2312
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2313
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-ο- as in διογενής. + -θεν 1.]</p>'}