Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
διοπτεύω
διοπτήρ
δῖος
View word page
δινωτός

-ή, -όν

[δινόω fr. δῖνος = δίνη.]

(Cf. ἀμφιδινέω.)

ShortDef

turned, rounded

Debugging

Headword:
δινωτός
Headword (normalized):
δινωτός
Headword (normalized/stripped):
δινωτος
IDX:
2310
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2311
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[δινόω fr. δῖνος = δίνη.]</p> <p>(Cf. ἀμφιδινέω.)</p>'}