Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

αἰγλήεις
αἰγυπιός
αἰδέομαι
ἀΐδηλος
ἀϊδήλως
αἰδοῖος
αἰδοίως
αἰδόμενος
Ἄιδόσδε
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
αἰδώς
ἀεί
αἰειγενέτης
αἰετός
αἰζήϊος
ἀΐζηλος
αἰζηός
αἴητος
αἰθαλόεις
αἴθε
View word page
ἄϊδρις

(ἄϝιδρις)

[ἀ-1 + (ϝ)ιδ-, εἴδω.]

ShortDef

unknowing, ignorant

Debugging

Headword:
ἄϊδρις
Headword (normalized):
ἄϊδρις
Headword (normalized/stripped):
αιδρις
IDX:
230
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.231
Key:

Data

{'content': '<p>(ἄϝιδρις)</p> <p>[ἀ-1 + (ϝ)ιδ-, εἴδω.]</p>'}