Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
δίον
View word page
δινέω
[as δινεύω.]
(ἀμφι-, ἐπι-.)
ShortDef
to whirl
Debugging
Headword:
δινέω
Headword (normalized):
δινέω
Headword (normalized/stripped):
δινεω
IDX:
2307
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2308
Key:
Data
{'content': '<p>[as δινεύω.]</p> <p>(ἀμφι-, ἐπι-.)</p>'}