Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
δίον
View word page
δινεύω

[δίνη.]

3 sing. pa. iterative δινεύεσκε Il. 24.12.

ShortDef

to whirl

Debugging

Headword:
δινεύω
Headword (normalized):
δινεύω
Headword (normalized/stripped):
δινευω
IDX:
2306
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2307
Key:

Data

{'content': '<p>[δίνη.]</p> <p>3 sing. pa. iterative δινεύεσκε Il. 24.12.</p>'}