Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
δίοιτο
διόλλυμι
View word page
δίκτυον
-ου, τό.
ShortDef
a casting-net, a net
Debugging
Headword:
δίκτυον
Headword (normalized):
δίκτυον
Headword (normalized/stripped):
δικτυον
IDX:
2305
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2306
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό.</p>'}