Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
διοϊστεύω
View word page
δίκη
-ης, ἡ.
ShortDef
(custom, usage) justice, lawsuit, penalty
Debugging
Headword:
δίκη
Headword (normalized):
δίκη
Headword (normalized/stripped):
δικη
IDX:
2303
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2304
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ.</p>'}