Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
διόθεν
View word page
δικασπόλος
[δίκας,
acc. pl. of δίκη + -πολος, conn. with πολεύω.]
ShortDef
one who administers law, a judge
Debugging
Headword:
δικασπόλος
Headword (normalized):
δικασπόλος
Headword (normalized/stripped):
δικασπολος
IDX:
2302
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2303
Key:
Data
{'content': '<p>[δίκας,</p> <p>acc. pl. of δίκη + -πολος, conn. with πολεύω.]</p>'}