Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
διογενής
View word page
δικαίως

[adv. fr. δίκαιος.]

In due or proper wise Od. 14.90.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δικαίως
Headword (normalized):
δικαίως
Headword (normalized/stripped):
δικαιως
IDX:
2301
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2302
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. δίκαιος.]</p> <p>In due or proper wise Od. 14.90.</p>'}