Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
δινωτός
View word page
δίκαιος
[δίκη.]
ShortDef
just, observant of custom, correct, balanced
Debugging
Headword:
δίκαιος
Headword (normalized):
δίκαιος
Headword (normalized/stripped):
δικαιος
IDX:
2300
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2301
Key:
Data
{'content': '<p>[δίκη.]</p>'}