Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
δινέω
δίνη
δινήεις
View word page
δικάζω

[δίκη.]

Fut. δικάσω Il. 23.579.

3 pl. aor. δίκασαν Od. 11.547.

Imp. pl. δικάσσατε Il. 23.574.

ShortDef

to judge, to give judgment on

Debugging

Headword:
δικάζω
Headword (normalized):
δικάζω
Headword (normalized/stripped):
δικαζω
IDX:
2299
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2300
Key:

Data

{'content': '<p>[δίκη.]</p> <p>Fut. δικάσω Il. 23.579.</p> <p>3 pl. aor. δίκασαν Od. 11.547.</p> <p>Imp. pl. δικάσσατε Il. 23.574.</p>'}