Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
αἴγλη
αἰγλήεις
αἰγυπιός
αἰδέομαι
ἀΐδηλος
ἀϊδήλως
αἰδοῖος
αἰδοίως
αἰδόμενος
Ἄιδόσδε
ἀϊδρείη
ἄϊδρις
αἰδώς
ἀεί
αἰειγενέτης
αἰετός
αἰζήϊος
ἀΐζηλος
αἰζηός
αἴητος
αἰθαλόεις
View word page
ἀϊδρείη
-ης, ἡ
[ἄϊδρις.]
ShortDef
want of knowledge, ignorance
Debugging
Headword:
ἀϊδρείη
Headword (normalized):
ἀϊδρείη
Headword (normalized/stripped):
αιδρειη
IDX:
229
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.230
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ἄϊδρις.]</p>'}