Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
δινεύω
View word page
διιπετής
[app. fr. διί,
dat. of. Ζεύς + πε-, πίπτω.]
ShortDef
fallen from Zeus
hovering in air
Debugging
Headword:
διιπετής
Headword (normalized):
διιπετής
Headword (normalized/stripped):
διιπετης
IDX:
2296
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2297
Key:
Data
{'content': '<p>[app. fr. διί,</p> <p>dat. of. Ζεύς + πε-, πίπτω.]</p>'}