Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
δίκτυον
View word page
διικνέομαι

[δι-, δια- 9.]

Fut. διίξομαι Il. 9.61.

2 sing. aor. διίκεο Il. 19.186.

To go through in speaking: πάντα Il. 9.61, Il. 19.186.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διικνέομαι
Headword (normalized):
διικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
διικνεομαι
IDX:
2295
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2296
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 9.]</p> <p>Fut. διίξομαι Il. 9.61.</p> <p>2 sing. aor. διίκεο Il. 19.186.</p> <p>To go through in speaking: πάντα Il. 9.61, Il. 19.186.</p>'}