Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
δικλίς
View word page
διήφυσε
3 sing. aor. διαφύσσω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διήφυσε
Headword (normalized):
διήφυσε
Headword (normalized/stripped):
διηφυσε
IDX:
2294
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2295
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. διαφύσσω.</p>'}