Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
δικασπόλος
δίκη
View word page
δίηται

3 sing. aor. subj. δίεμαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίηται
Headword (normalized):
δίηται
Headword (normalized/stripped):
διηται
IDX:
2293
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2294
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. subj. δίεμαι.</p>'}