Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
δίκαιος
δικαίως
View word page
διήνυσε

3 sing. aor. διανύω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διήνυσε
Headword (normalized):
διήνυσε
Headword (normalized/stripped):
διηνυσε
IDX:
2291
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2292
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. διανύω.</p>'}