Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
διίστημι
διίφιλος
δικάζω
View word page
διηνεκέως

[adv. fr. διηνεκής.]

Right through, at length: ἀγορεῦσαι Od. 6.241.

Fully, plainly, in detail Od. 4.836, Od. 12.56.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διηνεκέως
Headword (normalized):
διηνεκέως
Headword (normalized/stripped):
διηνεκεως
IDX:
2289
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2290
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. διηνεκής.]</p> <p>Right through, at length: ἀγορεῦσαι Od. 6.241.</p> <p>Fully, plainly, in detail Od. 4.836, Od. 12.56.</p>'}