Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
διιπετής
View word page
διηκόσιοι
[δι-, δισ- + ἑκατόν.]
ShortDef
two hundred
Debugging
Headword:
διηκόσιοι
Headword (normalized):
διηκόσιοι
Headword (normalized/stripped):
διηκοσιοι
IDX:
2286
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2287
Key:
Data
{'content': '<p>[δι-, δισ- + ἑκατόν.]</p>'}