Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
διήρεσ̔σ̓α
δίηται
διήφυσε
διικνέομαι
View word page
διήγαγον

3 pl. aor. διάγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διήγαγον
Headword (normalized):
διήγαγον
Headword (normalized/stripped):
διηγαγον
IDX:
2285
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2286
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. διάγω.</p>'}