Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
διήνυσε
View word page
διέχω

[δι-, δια- 1.]

3 sing. aor. διέσχε.

ShortDef

to keep apart; to be apart, distant

Debugging

Headword:
διέχω
Headword (normalized):
διέχω
Headword (normalized/stripped):
διεχω
IDX:
2281
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2282
Key:

Data

{'content': '<p>[δι-, δια- 1.]</p> <p>3 sing. aor. διέσχε.</p>'}