Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
διηνεκέως
διηνεκής
View word page
διἐχευαν

3 pl. aor. διαχέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διἐχευαν
Headword (normalized):
διἐχευαν
Headword (normalized/stripped):
διεχευαν
IDX:
2280
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2281
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. διαχέω.</p>'}