Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
διῆλθε
View word page
διέτρεσαν
3 pl. aor. διατρέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέτρεσαν
Headword (normalized):
διέτρεσαν
Headword (normalized/stripped):
διετρεσαν
IDX:
2278
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2279
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. διατρέω.</p>'}