Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
διήλασε
View word page
διέτμαγον

aor. διατμήγω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέτμαγον
Headword (normalized):
διέτμαγον
Headword (normalized/stripped):
διετμαγον
IDX:
2277
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2278
Key:

Data

{'content': '<p>aor. διατμήγω.</p>'}