Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
διηκόσιοι
View word page
διέσχισε

3 sing. aor. διεσχίσθη,

3 sing. aor. pass. διασχίζω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διέσχισε
Headword (normalized):
διέσχισε
Headword (normalized/stripped):
διεσχισε
IDX:
2276
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2277
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. διεσχίσθη,</p> <p>3 sing. aor. pass. διασχίζω.</p>'}