Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
διέπραθον
διέπτατο
διέπω
διερέσσω
διερός
διέρχομαι
διεσκέδασε
διέσσυτο
διέσταμεν
διέστησαν
διέσχε
διέσχισε
διέτμαγον
διέτρεσαν
διέφθορας
διἐχευαν
διέχω
δίζημαι
δίζυξ
δίζω
διήγαγον
View word page
διέσχε
3 sing. aor. διέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διέσχε
Headword (normalized):
διέσχε
Headword (normalized/stripped):
διεσχε
IDX:
2275
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2276
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. διέχω.</p>'}